Μια νέα, απρόσμενη εικόνα για τον μινωικό πολιτισμό αναδύεται από τις κορυφές της Δίκτης. Οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες υπό τον Γιάννη Παπαδάτο, Καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ, αποκαλύπτουν πως τα ορεινά σημεία της Ιεράπετρας, κατά την περίοδο της μέγιστης ακμής των ανακτόρων (1600-1450 π.Χ.), δεν ήταν μια απομονωμένη ενδοχώρα απλών βοσκών, αλλά ένα ζωτικό, συστηματικά οργανωμένο και εντατικά παραγωγικό κέντρο, απόλυτα ενταγμένο στην καρδιά της ανακτορικής οικονομίας.
Μιλώντας στο Ράδιο Λασίθι, ο καθηγητής ξεδίπλωσε το αφήγημα μιας δεκαετούς έρευνας που πλέον συνεχίζεται στη θέση Λαβράκια της Καλαμαύκας, σε υψόμετρο 1.000 μέτρων. Τα ευρήματα δεν επιβεβαιώνουν απλώς τη μόνιμη κατοίκηση στις αφιλόξενες πλαγιές, αλλά φέρνουν στο φως απροσδόκητες ανακαλύψεις, όπως έναν τροχό αγγειοπλάστη, που μαρτυρούν εξειδικευμένες δραστηριότητες πέρα από την κτηνοτροφία, αλλά κυρίως δείχνουν τη μόνιμη εγκατάσταση κτηνοτρόφων. Η έρευνα του κ. Παπαδάτου συνθέτει τα κομμάτια ενός παζλ που εκτείνεται από την Ανατολή και την Καλαμαύκα μέχρι τις Μάλλες και την Κριτσά, σκιαγραφώντας ένα τεράστιο ορεινό δίκτυο με πληθυσμό που ίσως άγγιζε τα 2.000 άτομα.
Μια μινωική κοινωνία που φαίνεται πως δεν λειτουργούσε αυτόνομα, αλλά υπό την άμεση εποπτεία των ανακτόρων, που είχαν εγκαταστήσει εκεί αξιωματούχους για να διαχειρίζονται την παραγωγή πολύτιμων προϊόντων, από ξυλεία για τη ναυπηγική μέχρι βότανα για την περίφημη μινωική αρωματοποιία. Οι αποκαλύψεις αυτές αλλάζουν ριζικά την αντίληψή μας για τη δομή και την εμβέλεια της μινωικής εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα επαναπροσδιορίζουν τη σχέση της τοπικής κοινωνίας με το βουνό, αναδεικνύοντάς το σε έναν ανεκτίμητο θησαυρό πολιτιστικής κληρονομιάς και ήπιας ανάπτυξης.
Η Έκπληξη στα Λαβράκια
Για δεύτερη συνεχή χρονιά, η αρχαιολογική σκαπάνη του Πανεπιστημίου Αθηνών ερεύνησε τον οικισμό στα Λαβράκια, έναν από τους 130 που έχουν εντοπιστεί συνολικά στα ορεινά της ανατολικής Κρήτης. Η εικόνα που συντίθεται είναι αυτή ενός οικισμού 12 κτιρίων, όπου οι άνθρωποι δεν έμεναν εποχιακά, αλλά μόνιμα. «Δεν μιλάμε για βοσκούς οι οποίοι πήγαιναν μόνο για δύο-τρεις μήνες το χρόνο, το καλοκαίρι, αλλά μιλάμε για μια μόνιμη εγκατάσταση στο βουνό», τόνισε ο κ. Παπαδάτος. Η πληθώρα μαγειρικών σκευών και τα οστά από ένα νεαρό γουρούνι -ένα ζώο που κανένας εποχιακός κτηνοτρόφος δεν θα μετέφερε στο βουνό- αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια.
Ωστόσο, η πραγματική έκπληξη ήρθε με την ανακάλυψη ενός λίθινου τροχού αγγειοπλάστη. Το εύρημα αυτό ανατρέπει την απλοϊκή εικόνα μιας κοινότητας που ασχολείται αποκλειστικά με την κτηνοτροφία, την υλοτομία ή τη μελισσοκομία. «Έχουμε δηλαδή και κάποιους ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι βοσκοί, δεν είναι μελισσοκόμοι, δεν είναι ξυλοκόποι και κάνουν και κάποιες άλλες, παραγωγικές δραστηριότητες, όπως η παραγωγή κεραμικής. Είναι κάτι που δεν περιμέναμε», εξήγησε ο καθηγητής. Η ύπαρξη εξειδικευμένων τεχνιτών σε τέτοιο υψόμετρο υποδηλώνει μια οργανωμένη κοινωνία με καταμερισμό εργασίας, πλήρως ενσωματωμένη σε ένα ευρύτερο οικονομικό σύστημα που απαιτούσε συγκεκριμένα προϊόντα.
Το Διοικητικό Κέντρο στο Γαϊδουροφά και η Μεγάλη Εικόνα
Η ανασκαφή στα Λαβράκια δεν είναι παρά ένα κεφάλαιο σε μια πολύ μεγαλύτερη ιστορία που άρχισε να γράφεται το 2012. Τότε, η ομάδα του κ. Παπαδάτου, στρεφόμενη στα ορεινά της Ανατολής σχεδόν από ανάγκη, ανακάλυψε στο Γαϊδουροφά ένα εντυπωσιακό διώροφο κτίριο 800 τ.μ. Δεν ήταν μια απλή κατοικία, αλλά ένα διοικητικό κέντρο. Η εύρεση ενός χάλκινου σφραγιστικού δαχτυλιδιού επιβεβαίωσε την παρουσία ενός αξιωματούχου, ενός εκπροσώπου της κεντρικής, ανακτορικής εξουσίας.
Αυτό το εύρημα γέννησε το θεμελιώδες ερευνητικό ερώτημα: τι έκανε ένας διοικητικός υπάλληλος των ανακτόρων στα βουνά; «Δεν μπορεί να υπάρχει ένας αξιωματούχος, ο οποίος απλώς κάθεται εκεί για να περνάει καλά στο κλίμα των βουνών. Υπάρχει κάτι πολύ πιο σημαντικό», σχολίασε με νόημα ο κ. Παπαδάτος. Η απάντηση βρίσκεται στην παραγωγική βάση. Τα ανάκτορα, στο απόγειο της δύναμής τους, είχαν τεράστιες ανάγκες σε πρώτες ύλες. Το βουνό προσέφερε άφθονη ξυλεία για την κατασκευή πλοίων και κτιρίων, ρετσίνι, μέλι, κερί, και πολύτιμα βότανα που τροφοδοτούσαν την ακμάζουσα μινωική αρωματοποιία. Αυτά τα προϊόντα ήταν, επίσης, ιδανικά για το εξωτερικό εμπόριο. «Όταν κάνεις εμπόριο με την Αίγυπτο, τι θα τους δώσεις; Δεν μπορείς να τους δώσεις λάδι, έχουν. Θα τους δώσεις κάτι άλλο που δεν έχουν. Και φαίνεται ότι τα ορεινά προϊόντα ήτανε αυτά που υπήρχαν στα ορεινά σημεία της Ιεράπετρας και γενικότερα της Δίκτης».
Μια Εντατική και Συστηματική Εκμετάλλευση
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι δεν επρόκειτο για μια περιστασιακή συλλογή πόρων, αλλά για μια συντονισμένη και εντατική εκμετάλλευση. Τα ανάκτορα δεν αρκούνταν στους ντόπιους πληθυσμούς. Εγκαθιστούσαν μόνιμα στα βουνά χιλιάδες ανθρώπους, δημιουργώντας ένα πυκνό δίκτυο οικισμών με σκοπό τη μεγιστοποίηση της παραγωγής. Με 130 κτίρια ήδη καταγεγραμμένα στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Δίκτης, ο κ. Παπαδάτος εκτιμά ότι ο πληθυσμός αυτός θα μπορούσε να φτάνει τα 700-800 άτομα, και δυνητικά έως και 2.000, αν η έρευνα επεκταθεί. Πρόκειται για μια πληθυσμιακή πυκνότητα στα ορεινά που δεν συναντάται ούτε στη σύγχρονη εποχή, καθώς τα σημερινά χωριά βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα υψόμετρα. Αυτή η στρατηγική εντατικοποίησης σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, όπου η χρήση του βουνού ήταν καθαρά εποχιακή.
Η Πίστη στις Κορυφές και ο Διάδρομος προς το Δικταίο Άντρο
Η ζωή αυτών των ανθρώπων δεν περιστρεφόταν μόνο γύρω από την παραγωγή. Η θρησκευτική τους δραστηριότητα ήταν έντονη, αν και δεν εκδηλωνόταν σε ναούς, αλλά σε υπαίθρια ιερά στις κορυφές των βουνών, όπως αυτά που έχουν ανασκαφεί στον Σταυρωμένο στην Ανατολή. Εκεί, οι πιστοί ανέβαιναν για να αποθέσουν τις προσφορές τους: πήλινα ειδώλια ανθρώπων και ζώων, αλλά και ομοιώματα μελών του σώματος, όπως χέρια και πόδια, σε μια πρακτική που θυμίζει τα σύγχρονα τάματα. «Πιθανότατα κάτι προσεύχεται για το πόδι του ή για το χέρι του ο πιστός», εξηγεί ο καθηγητής, αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης ανάγκης για θεία παρέμβαση.
Γεωγραφικά, αυτό το δίκτυο οικισμών φαίνεται να δημιουργεί έναν διάδρομο που συνδέει τις νότιες ακτές με το Οροπέδιο Λασιθίου και το σημαντικότερο θρησκευτικό του κέντρο, το Δικταίο Άντρο. Το σπήλαιο του Ψυχρού δεν ήταν απλώς ένας τόπος λατρείας, αλλά ένα μεγάλο προσκυνηματικό κέντρο με έντονο κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα. Εκεί συναντιόνταν άνθρωποι από διαφορετικές περιοχές -από τα Μάλια, το Μύρτος, την Ιεράπετρα- ανταλλάσσοντας προϊόντα, ιδέες, αλλά και δημιουργώντας κοινωνικούς δεσμούς, όπως γάμους.
Η Αρχαιολογία ως Γέφυρα με το Παρόν
Η έρευνα του κ. Παπαδάτου δεν περιορίζεται στα στενά ακαδημαϊκά όρια. Μέσα από δράσεις «δημόσιας αρχαιολογίας», όπως η πρόσφατη παρουσίαση στην πλατεία της Καλαμαύκας που προσέλκυσε πλήθος κόσμου, η επιστημονική γνώση επιστρέφει στην τοπική κοινωνία. Όπως παρατηρεί ο ίδιος, αυτή η διάδραση αρχίζει να μεταμορφώνει τη σχέση των κατοίκων με το ορεινό τοπίο. «Αρχίζουν να καταλαβαίνουν τον θησαυρό που υπάρχει. Και δεν λέω τον αρχαιολογικό», σημειώνει. «Αρχίζουν να καταλαβαίνουν σιγά-σιγά ότι, τελικά ίσως ο θησαυρός που μπορεί να έχουν και ίσως και το μέλλον που μπορούν να επενδύσουν, να είναι τελικά προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω».
Αυτή η νέα προοπτική για μια ήπια, βιώσιμη ανάπτυξη με επίκεντρο την πολιτιστική κληρονομιά, καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για κατάλληλες υποδομές. Τα ευρήματα από τις ανασκαφές, αφού συντηρηθούν, θα καταλήξουν στις αποθήκες της Αρχαιολογικής Συλλογής Ιεράπετρας. Η πόλη διαθέτει τον πολιτισμό, τα ευρήματα, την ιστορία. Αυτό που λείπει, όπως επεσήμανε και ο καθηγητής, είναι ένας σύγχρονος μουσειακός χώρος, ικανός να στεγάσει και να αναδείξει αυτόν τον ανεκτίμητο πλούτο, προσφέροντάς τον στους κατοίκους και τους επισκέπτες. Παράλληλα η αποκάλυψη του ορεινού βασιλείου των Μινωιτών δεν είναι απλώς μια ματιά στο παρελθόν αλλά και μια επένδυση για το μέλλον.
Η Αναζήτηση στα Πεδινά και η Στρατηγική Στροφή στο Βουνό
Το εντυπωσιακό εύρος της ορεινής δραστηριότητας γεννά εύλογα το ερώτημα για την ύπαρξη ενός αντίστοιχου, μεγάλου διοικητικού κέντρου -ίσως και ενός ανακτόρου- στον εύφορο κάμπο της Ιεράπετρας, είτε δυτικά, είτε βόρεια. Ο κ. Παπαδάτος τόνισε πως με βάση τα όσα γνωρίζουμε για τον τρόπο λειτουργίας των Μινωιτών είναι απίθανο να μην υπήρχε ένα σημαντικό κέντρο και στην Ιεράπετρα, το οποίο μένει να αποκαλυφθεί τα επόμενα χρόνια. Ο καθηγητής ανέφερε ότι η αρχική του πρόθεση, όταν αποφάσισε να εστιάσει στην περιοχή, ήταν να ερευνήσει τις πεδινές, παραθαλάσσιες εκτάσεις. «Κι εγώ ένας αρχαιολόγος των πεδινών και της παραλίας είμαι», ανέφερε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ωστόσο πως η πραγματικότητα στο πεδίο τον οδήγησε αλλού. «Διαπίστωσα ότι δεν υπήρχαν πολλοί χώροι αρχαιολογικοί που θα μπορούσα να σκάψω στα πεδινά. Δεν υπήρχαν γνωστοί αρχαιολογικοί χώροι στην περιοχή της Ιεράπετρας που να μπορούν να υποσχεθούν κάτι σημαντικό». Η πυκνή σύγχρονη δόμηση και η εντατική καλλιέργεια του κάμπου επί αιώνες έχουν καλύψει τα ίχνη του παρελθόντος, καθιστώντας τον εντοπισμό ενός μεγάλου οικισμού εξαιρετικά δύσκολο.
Έτσι, η στροφή στα ορεινά δεν ήταν απλώς μια εναλλακτική, αλλά μια συνειδητή ερευνητική στρατηγική που γεννήθηκε από ανάγκη και τελικά αποδείχθηκε εξαιρετικά γόνιμη, αποκαλύπτοντας μια άγνωστη πτυχή της μινωικής οργάνωσης.

Δημοσίευση σχολίου