Οι ιστορικοί δεν θα ανατρέξουν στο 2023 για να δουν μια ευτυχισμένη χρονιά για την ανθρωπότητα, σχολιάζει ο Economist, ο οποίος δημοσίευσε τη λίστα του, με την καλύτερη χώρα της χρονιάς.
Μπορεί σε μερικούς να προκαλεί έκπληξη, σε άλλους να δημιουργεί ελπίδες και χαρά, και ο λόγος είναι απλός: στην κορυφή της λίστας του Economist βρίσκεται η Ελλάδα.
Ο Economist γράφει στο άρθρο του ότι «οι πόλεμοι φούντωσαν, τα αυταρχικά καθεστώτα επικράτησαν και σε πολλές χώρες οι ισχυροί αψήφησαν τους νόμους και περιόρισαν την ελευθερία. Αυτό είναι το ζοφερό σκηνικό για το ετήσιο βραβείο «χώρα της χρονιάς». Αν το βραβείο μας ήταν για την ανθεκτικότητα των απλών ανθρώπων απέναντι στη φρίκη, θα υπήρχε πληθώρα υποψηφίων, από Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς στη σφοδρή σύγκρουσή τους, μέχρι τους Σουδανούς που φεύγουν καθώς η χώρα τους καταρρέει».
Εξηγεί ωστόσο ότι «από τότε που ξεκινήσαμε να δίνουμε τη λίστα για τις χώρες της χρονιάς, το 2013, προσπαθήσαμε να αναγνωρίσουμε κάτι διαφορετικό: το μέρος που έχει βελτιωθεί περισσότερο. Η αναζήτηση για ένα φωτεινό σημείο σε έναν ζοφερό κόσμο οδήγησε κάποιο από το προσωπικό μας να απελπιστεί τόσο πολύ ώστε να προτείνει τη Barbie Land, τη φανταστική ροζ ουτοπία της Χολιγουντιανής υπερπαραγωγής» σχολιάζει αστειευόμενο το κείμενο του Economist. «Αλλά στην πραγματική ζωή, υπάρχουν δύο ομάδες χωρών που αξίζουν αναγνώριση το 2023».
Οι δύο ομάδες με τις χώρες που αξίζουν αναγνώριση κατά τον Economist
Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει μέρη που έχουν αντισταθεί στον εκφοβισμό από αυταρχικούς γείτονες. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι η ζωή στην Ουκρανία βελτιώθηκε, αλλά η χώρα συνέχισε γενναία τον αγώνα της ενάντια στην πολεμική μηχανή του Βλαντιμίρ Πούτιν, παρά τις ταλαντεύσεις των δυτικών υποστηρικτών της. Η Μολδαβία αντιστάθηκε στον ρωσικό εκφοβισμό. Η Φινλανδία εντάχθηκε στη συμμαχία του ΝΑΤΟ και η Σουηδία θα ακολουθήσει σύντομα, γράφει ο Economist.
«Στην Ασία, ορισμένες χώρες κράτησαν τα νεύρα τους απέναντι στην κινεζική επιθετικότητα, συχνά σε συνεργασία με την Αμερική. Οι Φιλιππίνες υπερασπίστηκαν τα θαλάσσια σύνορά τους, και το δίκαιο της θάλασσας, ενάντια σε πολύ μεγαλύτερα κινεζικά πλοία. Τον Αύγουστο, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα άφησαν παράμερα τα ιστορικά τους προηγούμενα για να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους. Το νησιωτικό κράτος του Τουβαλού, με πληθυσμό 11.000 κατοίκων, μόλις υπέγραψε μια συνθήκη με την Αυστραλία που ασφαλίζει τον πληθυσμό της έναντι της κλιματικής αλλαγής και περιλαμβάνει εγγυήσεις ασφαλείας για να μην πέσει στον κινεζικό «ζυγό».
Η δεύτερη ομάδα χωρών αποτελείται από εκείνες που υπερασπίστηκαν τη δημοκρατία ή τις φιλελεύθερες αξίες στο εσωτερικό τους. Η εύθραυστη, πληγωμένη από τον πόλεμο Λιβερία κατάφερε μια ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας. Το ίδιο έκανε και το Ανατολικό Τιμόρ, το οποίο διατήρησε τη φήμη του ότι σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον ελεύθερο Τύπο. Σε ορισμένες μεσαίου μεγέθους χώρες, όπως η Ταϊλάνδη και η Τουρκία, η ελπίδα κινδύνευσε καθώς η αντιπολίτευση πίεζε σκληρά για να εκδιώξει αυταρχικά καθεστώτα. Αλλά αυτά τα καθεστώτα επικράτησαν στις εκλογές.
Economist: Οι τρεις υποψήφιες χώρες
Τρεις χώρες ξεχωρίζουν για την επιστροφή στη μετριοπάθεια μετά από μια περιήγηση στην άγρια πλευρά, σχολιάζει ο Economist. Στη Βραζιλία ορκίστηκε ένας κεντροαριστερός πρόεδρος, ο Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, μετά από τέσσερα χρόνια fake λαϊκισμού υπό τον Ζαΐχ Μπολσονάρο, ο οποίος διέδιδε διχαστικές θεωρίες συνωμοσίας, κάλυπτε τις αρχές, υποστήριξε αγρότες που πυρπολούσαν τα τροπικά δάση, αρνήθηκε να αποδεχθεί την εκλογική ήττα και ενθάρρυνε τους οπαδούς του σε μία εξέγερση. Η νέα κυβέρνηση αποκατέστησε γρήγορα την κανονικότητα και μείωσε τον ρυθμό της αποψίλωσης των δασών στον Αμαζόνιο κατά σχεδόν 50%. Το εντυπωσιακό ρεκόρ της Βραζιλίας αμαυρώθηκε, ωστόσο, από τη συνήθεια του Λούλα να συντροφεύει τον Πούτιν και τον Νικολάς Μαδούρο. Ως αποτέλεσμα, η Βραζιλία χάνει το βραβείο.
«Η Πολωνία είχε ένα αξιοσημείωτο 2023: η οικονομία της άντεξε το σοκ του πολέμου της διπλανής Ουκρανίας. Συνέχισε να φιλοξενεί σχεδόν 1 εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες και για να αποτρέψει τη Ρωσία, αύξησε τις αμυντικές της δαπάνες σε πάνω από το 3% του ΑΕΠ, δίνοντας στους τσιγκούνηδες του ΝΑΤΟ παράδειγμα προς μίμηση» συνεχίζει ο Economist.
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας ήταν η κυριαρχία του λαϊκιστικού-εθνικιστικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη, που διοικούσε την κυβέρνηση τα τελευταία οκτώ χρόνια, διαβρώνοντας την ανεξαρτησία των δικαστηρίων, ελέγχοντας τα κρατικά μέσα ενημέρωσης και καλλιεργώντας τον φιλικό καπιταλισμό. Είναι νωρίς για μια νέα κυβέρνηση συνασπισμού, με επικεφαλής τον Ντόναλντ Τουσκ, αλλά αν κάνει καλή δουλειά για να διορθώσει τη ζημιά που προκάλεσε στους δημοκρατικούς θεσμούς, η Πολωνία θα είναι ισχυρή υποψήφια για το βραβείο την επόμενη χρονιά.
Econimist: Και η νικήτρια Ελλάδα
Και εδώ φτάνει η στιγμή που ο Economist ανακηρύσσει την κορυφαία χώρα για το 2023. «Αυτό καταλήγει στη νικήτριά μας, την Ελλάδα. Πριν από δέκα χρόνια ακρωτηριάστηκε από μια κρίση χρέους και γελοιοποιήθηκε στη Wall Street. Τα εισοδήματα είχαν μειωθεί και τα εξτρεμιστικά κόμματα της αριστεράς και της δεξιάς ήταν ανεξέλεγκτα. Η κυβέρνηση απελπίστηκε τόσο πολύ που αγκάλιασε την Κίνα και αργότερα πούλησε το κύριο λιμάνι της, τον Πειραιά, σε μια κινεζική εταιρεία. Σήμερα η Ελλάδα απέχει πολύ από την τελειότητα. Ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα τον Φεβρουάριο (αναφέρεται στην τραγωδία των Τεμπών) αποκάλυψε τη διαφθορά και τις κακές υποδομές. Ένα σκάνδαλο υποκλοπών και η κακομεταχείριση των μεταναστών υποδηλώνουν ότι οι πολιτικές ελευθερίες μπορούν να βελτιωθούν.
»Αλλά μετά από χρόνια επίπονης αναδιάρθρωσης, η Ελλάδα βρέθηκε στην κορυφή της ετήσιας κατάταξης των πλούσιων οικονομιών του κόσμου το 2023. Η κεντροδεξιά κυβέρνησή της επανεξελέγη τον Ιούνιο. Η εξωτερική της πολιτική είναι υπέρ της Αμερικής, υπέρ της ΕΕ και επιφυλακτική απέναντι στη Ρωσία. Η Ελλάδα δείχνει ότι από τα πρόθυρα της κατάρρευσης είναι δυνατό να θεσπιστούν σκληρές, λογικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, να ανοικοδομηθεί το κοινωνικό συμβόλαιο, να επιδειχθεί συγκρατημένος πατριωτισμός – και να κερδίσεις τις εκλογές».
«Με τον μισό κόσμο να ψηφίζει το 2024, οι δημοκράτες παντού θα πρέπει να το προσέξουν» καταλήγει το άρθρο του Economist.
Δημοσίευση σχολίου