Πρόταση δυσπιστίας: Στη Βουλή ξανά η κόντρα για τα Τέμπη


 Προς κορύφωση, έχοντας ήδη οξυνθεί κατακόρυφα τις τελευταίες 48 ώρες, οδεύει η κόντρα κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.

Η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης που καταθέτει σήμερα και επίσημα το ΠΑΣΟΚ επαναφέρει το επίκεντρο της αντιπαράθεσης στη Βουλή, λίγες μόλις ημέρες μετά τη συζήτηση για το ψήφισμα της εξεταστικής επιτροπής στην Ολομέλεια.

Η πτέρυγα της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Νέα Αριστερά) συντάσσεται ευθέως ή εμμέσως με την κίνηση της Χαριλάου Τρικούπη, την οποία προανήγγειλε ο Νίκος Ανδρουλάκης στον απόηχο του δημοσιεύματος του «Βήματος» περί παραποίησης των ενδοεπικοινωνιών τη νύχτα της τραγωδίας. 

Από την πλευρά του, το Μαξίμου έχει ήδη –μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου, αλλά και κορυφαίων στελεχών– δείξει σαφή δείγματα της στρατηγικής που θα ακολουθήσει. Ο Παύλος Μαρινάκης στη δήλωσή του έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για «αντικυβερνητική εκστρατεία» και «προσπάθεια αποσταθεροποίησης», μιλώντας μάλιστα και για σύνδεση με «οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα».

Ολα δείχνουν, συνεπώς, ότι η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να αντεπιτεθεί στη Βουλή, μέσω και του ίδιου του πρωθυπουργού, σε υψηλότατους τόνους, προμηνύοντας για μια εκρηκτική συνεδρίαση. Δεν φαίνεται, υπό αυτό το πρίσμα, να υπάρχει πρόθεση μετατροπής της πρότασης δυσπιστίας σε ψήφο εμπιστοσύνης. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος δεν έχει τοποθετηθεί επί του θέματος, επέστρεψε τα ξημερώματα από τον Καναδά, ενώ αύριο Τετάρτη είναι προγραμματισμένο να προεδρεύσει του υπουργικού συμβουλίου. Δεν είναι ακόμη σαφές το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας και κυρίως το πότε θα πραγματοποιηθούν οι ομιλίες των αρχηγών, αλλά και η ψηφοφορία επί της πρότασης δυσπιστίας.

Σε κάθε περίπτωση, αν και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας μοιάζει προδιαγεγραμμένο, σε καθαρά πολιτικό επίπεδο η όλη διαδικασία αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα και σε επίπεδο συσχετισμών, με τον σχηματισμό ενός –άτυπου– κοινού αντιπολιτευτικού μετώπου, περίπου δυόμισι μήνες πριν από τις ευρωεκλογές. Ολες οι πλευρές, συνεπώς, κινούνται με το βλέμμα και στον στόχο της συσπείρωσης.

Υπενθυμίζεται ότι τον «ασκό του Αιόλου» για την αντιπαράθεση άνοιξε η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ να προαναγγείλει την Κυριακή την πρόταση δυσπιστίας. Ο Νίκος Ανδρουλάκης στη δήλωσή του ανέφερε:

«Οι σημερινές αποκαλύψεις αποδεικνύουν ότι το έγκλημα των Τεμπών είναι ένα διαρκές έγκλημα. Είναι εξοργιστικό ότι την ώρα που 57 άνθρωποι έχασαν με άδικο και τραγικό τρόπο τις ζωές τους, την ώρα που θρηνούσαν οι οικογένειές τους και εκατομμύρια Ελληνες σκέπτονταν ότι στο μοιραίο τρένο θα μπορούσαν να είναι τα δικά τους παιδιά, κάποιοι είχαν την προτεραιότητα να αφαιρέσουν συνομιλίες του επίμαχου σταθμάρχη, να τις χαλκεύσουν και να τις διοχετεύσουν σε φιλικά μέσα για να ενισχύσουν το αφήγημα περί ανθρώπινου λάθους. Κι όλα αυτά πριν τις παραλάβει η Αστυνομία και η Δικαιοσύνη. Απέναντί μας έχουμε μια αδίστακτη αγέλη εξουσίας, που καταπατά ανθρώπινα δικαιώματα και υπονομεύει το κράτος δικαίου. Γι’ αυτό υπάρχει μόνο ένας δρόμος: η πρόταση δυσπιστίας. Αναλαμβάνω τη θεσμική πρωτοβουλία και καλώ όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων».

Από την πλευρά του, ο Στέφανος Κασσελάκης ζήτησε άμεσα παραίτηση του πρωθυπουργού, να στηθούν κάλπες, και μάλιστα με παρουσία διεθνών παρατηρητών, όπως είπε.

Θέση την οποία, πάντως, απέρριψε με αιχμές ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, Δημήτρης Μάντζος, κάνοντας λόγο για ακατάληπτες και εξωθεσμικές προτάσεις. «Δεν κατανοεί ο κ. Κασσελάκης ότι αποπροσανατολίζει και δίνει το δικαίωμα στην κυβέρνηση να ασχοληθεί με τις ακατάληπτες και εξωθεσμικές του προτάσεις, αντί να απολογηθεί για τα ερωτήματα. Δεν είναι όλα life style. Υπάρχουν θεσμικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν. Εχουν περάσει δεκαετίες από τότε που η χώρα είχε ανάγκη διεθνών παρατηρητών», είπε.

Τι προβλέπει ο κανονισμός της Βουλής

Σύμφωνα με τον κανονισμό, η Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση ή από μέλος της ύστερα από πρόταση δυσπιστίας.

Η πρόταση δυσπιστίας υποβάλλεται στον πρόεδρο σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής.

Μετά την κατάθεσή της, η Βουλή διακόπτει τις εργασίες της για δύο ημέρες εκτός αν η κυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση.

Με αυτή την επιφύλαξη, η συζήτηση για την πρόταση αρχίζει δύο ημέρες μετά την υποβολή της και τελειώνει το αργότερο στις 24.00 της τρίτης ημέρας με ονομαστική ψηφοφορία.

Προκειμένου να γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης εν συνόλω ή κατά κάποιου μέλους, θα πρέπει να έχει υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών (151 βουλευτές).

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη